βραδιάτικα

βραδιάτικα
επίρρ.
κατά το βράδυ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βραδιάτικος — η, ο επίρρ., βραδιάτικα ο βραδινός: Τι σ’ έπιασε βραδιάτικα και σφυρίζεις; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”